χάλαβρο

χάλαβρο
το, Ν
σωρός από βράχια που κατρακύλησαν από βουνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο τ. *χαλαβρός, παρλλ. τού επιθ. χαλαρός (βλ. και λ. χάρβαλο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χάρβαλο — το, Ν 1. ρημάδι, σαράβαλο, χάλασμα 2. μτφ. (για πρόσ.) άτομο καταβεβλημένο από τα γηρατειά ή από νόσο, ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μία άποψη, έχει προέλθει από το επίθ. χαλαρός, μέσω ενός αμάρτυρου παρλλ. τ. *χαλαβρός (> χάλαβρο), με μετάθεση …   Dictionary of Greek

  • χαλάβρα — Συστάδα 6 μικρών δωδεκανησιακών νησιών, 3 σκοπέλων και μερικών υφάλων. Καλύπτουν έκταση 2 μιλίων μεταξύ Πάτμου και Λειψών. Η περιοχή είναι πλόιμη με βάρκες. * * * η, Ν ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού χάλαβρο, κατά τα θηλ.] …   Dictionary of Greek

  • χαλαβρώνω — Ν 1. (μτβ.) μετατρέπω κάτι σε ερείπιο 2. (αμτβ.) γίνομαι ερείπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαβρο / χαλάβρα (πρβλ. και χαρβαλώνω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”